Το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας και το «Ιόνιο Θέατρο» παρουσιάζουν επί σκηνής το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία συριανού συζύγου».

Μετά τη θερμή υποδοχή του «συριανού συζύγου» από τους θεατρόφιλους της Πάτρας, συνεχίζονται οι παραστάσεις στον εκπαιδευτικό χώρο Μπάρι-Σανταρόζα 7 και Καρόλου.

Συγκεκριμένα θα δοθούν 4 ακόμη παραστάσεις: την Παρασκευή 19 Απριλίου στις 21:30, το Σάββατο 20 Απριλίου στις 19 και  21:30, καθώς και την Παρασκευή 26 Απριλίου στις 21:30.

Τη σκηνική προσαρμογή του κειμένου και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Διονύσης Βούλτσος, ο οποίος ερμηνεύει και τον συριανό σύζυγο.

Ο Γιώργος Δίπλας, μελοποίησε τρία ποιήματα του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, τα οποία ερμηνεύει ο πατρινός βαρύτονος Αλέξανδρος Κοκκόσης, συνοδευόμενος από τον Γιώργο Δίπλα στο πιάνο.

Για την υπόλοιπη μουσική διαδρομή της παράστασης, ο Γιώργος Δίπλας διασκεύασε γνωστές κλασσικές μελωδίες τις οποίες και ερμηνεύει ο ίδιος επί σκηνής, με το ακορντεόν.

Τους φωτισμούς ανέλαβε ο Νίκος Σωτηρόπουλος και τη σκηνογραφική επιμέλεια ο Διονύσης Βούλτσος.

Διάρκεια παράστασης:75 λεπτά. Γενική είσοδος: 8 ευρώ.

Οι φοιτητές, ανά δύο, πληρώνουν ένα εισιτήριο(με επίδειξη κάρτας).

Δωρεάν είσοδος για τους ανέργους (με επίδειξη κάρτας).

Προπώληση εισιτηρίων – κρατήσεις: Στο ταμείο του θεάτρου «Απόλλων» – τηλ.: 2610 273613.

 

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη, όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.

Ο Ροΐδης είναι ο κατ’ εξοχήν στυλίστας συγγραφέας και θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή του χτυπήματος στο κεφάλι του αναγνώστη με μια ξερή κολοκύθα. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα αναγνώστη.

Στα Συριανά του διηγήματα, ο Ροΐδης επιδιώκει την αμεσότερη και πιο οικεία προσέγγιση του αναγνώστη. Η ανάγκη αυτής της προσέγγισης δεν είναι τυχαίο ότι συμπίπτει με την τελευταία δεκαετία της ζωής του, όταν οι αρρώστιες, η φτώχεια, τα γηρατειά τον απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο από το κέντρο της κοσμικής και κοινωνικής ζωής.

Πάντα με αφετηρία τα ράφια της βιβλιοθήκης του, φαίνεται σαν να εγκαταλείπει την πρώτη μάχιμη γραμμή και αναζητά κάποια διέξοδο σε υποκειμενικότερες περιοχές.

Με το ίδιο απαράμιλλο ύφος, το ίδιο ανεπανάληπτο πνεύμα, την ίδια αμίμητη γοητεία.

 

Δυο λόγια του σκηνοθέτη:

Η αναμέτρησή μας επί σκηνής με το Ροΐδη είναι ένα ξέφρενο γλέντι εποχής και όχι μόνο. Πικρή σάτιρα; Ιλαροτραγωδία; Μαύρη κωμωδία; Τραγελαφικό παραλήρημα; Πώς να χαρακτηρίσει κανείς με ακρίβεια την ποιότητα του έργου όταν το ίδιο μας γεννά κάθε ημέρα επί σκηνής νέα αισθήματα και αισθήσεις… Ο διακαής πόθος του Συριανού συζύγου για την φιλάρεσκη και «δραστήρια» σύζυγό του είναι ένας εξομολογητικός ύμνος στον έρωτα. Ο έρωτας θριαμβεύει πάνω στη ζωή του ήρωα και ανατρέπει κάθε προσδοκία για ήσυχη ενασχόληση με τας άλλας του βίου απολαύσεις…

Σαν σε τεντωμένο σκοινί, η διαδρομή του ήρωα ομοιάζει με επικίνδυνη ακροβασία, που δεν πρέπει ούτε να κλίνει προς την φλύαρη και επιδερμική αποτύπωση των αισθημάτων ούτε να βαρύνει από αυτά σε σημείο που να εξανεμιστεί η ιλαρότητα του ερωτικού πάθους.

Με ευγνωμοσύνη προς τον πατέρα Ροΐδη ακροβατούμε κάθε βράδυ και με την δική μας ψυχολογία και αναμετριόμαστε με την ακατάλυτη μέσα στο χρόνο αξία του έρωτα.